Πόσες και πόσες φορές δεν ακούσαμε αυτή την ατάκα ως κάλυψη στη «δημοσιογραφία της κλειδαρότρυπας». Ένα περίεργο είδος «δημοσιογραφίας» με πολλά διαφορετικά πρόσωπα και στυλ. Με κάποια κοινά, ωστόσο.
Ο «υπηρέτης» αυτής της «δημοσιογραφίας» βρίσκεται, συχνά, σε κάποια «υψηλή» αποστολή απέναντι στην Κοινωνία, κάποιο ανυπέρβλητο ηθικό ή θεσμικό καθήκον, που του επιβάλει να «καθαρίσει την κόπρο του Αυγεία» χρησιμοποιώντας κάθε μέσο. Γιατί ο σκοπός του είναι πάνω απ’ τα μέσα.
Είτε, σε άλλες εκδηλώσεις της, η «δημοσιογραφία της κλειδαρότρυπας» εκκινεί από αγαθές, αγαπησιάρικες σχεδόν, προθέσεις που «δεν μπορούν να αμφισβητηθούν» για την αγνότητά τους. Για παράδειγμα, έχει απέναντί της έναν καλλιτέχνη και του λέει: «θέλω να μάθω τα πάντα για την προσωπική σου ζωή, όχι για κανέναν άλλο λόγο, επειδή το κοινό σου σε αγαπάει πολύ και θέλει να μάθει ότι είσαι καλά»…
Στην περίπτωση του Μένιου Φουρθιώτη, όμως, τα πράγματα γίνονται λίγο πιο περίπλοκα, δεδομένου ότι εκεί μάλλον δεν εμφανίζεται κανένα από τα παραπάνω στοιχεία. Αντίθετα, η «κλειδαρότρυπα» υπάρχει …έτσι «για την αλητεία».
Τώρα που οι περισσότερες ανάλογες εκπομπές έχουν εκλείψει από τα μεγάλα ιδιωτικά κανάλια, το είδος συνεχίζεται επάξια από έναν άνθρωπο που επιμένει, με θράσος και αφοπλιστική φυσικότητα, να αποκαλεί αυτό που κάνει «δημοσιογραφία».
Έτσι, «για την αλητεία» εισέβαλε την Κυριακή με μια κάμερα στο σπίτι ενός ανθρώπου που υποφέρει, για να καταγράψει live τον πόνο του.
Κι εδώ πια, αυτό το «είδος» δημοσιογραφίας, που πριν την κρίση ήταν απλά συνυφασμένο είτε με μια «ανεμελιά» είτε με την «κρίση αξιών της τηλεόρασης», στη σημερινή εποχή αποκτά ένα νέο ζοφερό χαρακτήρα: κινητοποιεί τον κοινωνικό κανιβαλισμό, έτσι ώστε η αδυναμία του ενός να δίνει αυτομάτως δύναμη σε έναν άλλο ή –αντίστροφα- το όποιο πλεονέκτημα του ενός να προκαλεί το μίσος και τον κοινωνικό αυτοματισμό.
Και παρ’ ότι είναι πολύ πιθανό το νέο ΕΣΡ να καταπιαστεί και με το Μένιο Φουρθιώτη, δεν μπορεί να αντιμετωπίσει το πιο δυνατό όπλο του «είδους» της «κλειδαρότρυπας»: ένα κοινό που την επιζητάει, τη θεωρεί «ψυχαγωγική τηλεόραση» ή τέλος πάντων …κι αυτοί «τη δουλειά τους κάνουνε»…
Γ. Δ.