Κανονικά το «όχι» του ΚΑΣ στο αίτημα του οίκου μόδας Gucci να διοργανώσει επίδειξη μόδας στην Ακρόπολη δεν θα 'πρεπε να έχει αντίλογο: ούτε βεβαίως να λάβει μια «ηρωική» χροιά. Όταν μια εταιρεία ζητά ένα μνημείο για εμπορική χρήση, το «όχι» είναι η αυτονόητη απάντηση και η απάντηση αυτή θα έπρεπε να είναι μια τυπική διαδικασία. Η σύνδεση πολιτισμού και τουρισμού και η χρήση του πρώτου ως καυσίμου στις μηχανές του δευτέρου είναι η παράμετρος εκείνη που μπλέκει τα πράγματα, καθώς η σκληρή εμπορευματοποίηση της παγκόσμιας πολιτιστικής κληρονομιάς και η αντιμετώπισή της σαν μια ακόμη (εύκολη) πηγή εσόδων έχει λίγο ως πολύ περάσει στη συνείδηση του μέσου πολίτη, που δεν θεωρεί απαραίτητα κακό το να βγαίνει κέρδος «απ' τα ερείπια».
Αν το να βγαίνει κέρδος δεν θεωρείται εκ προοιμίου κακό, τι είναι εκείνο που οδήγησε στη δημιουργία δύο «στρατοπέδων» με φόντο το αίτημα του προαναφερθέντος οίκου μόδας; Χωρίς αμφιβολία, η παράλληλη σύνδεση της εμπορικής χρήσης των πολιτιστικών μνημείων με τους «νόμιμους κληρονόμους» τους. Μια σύνδεση που νομοτελειακά εμπλέκει πάντα και τον παράγοντα «μεγαλείο φυλής», για ευνόητους λόγους. Για να χωνέψει ο μέσος πολίτης ότι δεν είναι κακό να εμπορευματοποιείται ο Παρθενώνας ή τα Μετέωρα, αρχικά γαλουχείται με τη σκέψη ότι αυτά είναι η παρακαταθήκη των «ένδοξων προγόνων» προς τους – όχι και τόσο ένδοξους – «κληρονόμους» τους, και ακολούθως συνδέεται με τους «ένδοξους προγόνους» μέσω του «ιερού χρέους» να διαχειριστεί την «κληρονομιά» αυτή προκειμένου να επαναφέρει τη «φυλή» στο αρχικό της «μεγαλείο». Απαραίτητη για να λειτουργήσει το όλο σκηνικό και μια πινελιά «διεθνούς συνωμοσίας»: αν δεν υπήρχαν οι «ξένοι που μας ζηλεύουν», πιθανότατα «κι εμείς σήμερα θα χτίζαμε Παρθενώνες».
Και αυτό πράττουμε: χτίζουμε Παρθενώνες. Σε μινιατούρα βέβαια, την οποία ακολούθως πουλάμε μαζικά στους «φθονερούς ξένους» στα χιλιάδες καταστήματα «λαϊκής τέχνης». Ή στο κατάστημα σουβενίρ των μουσείων ή των αρχαιολογικών μας χώρων. Αλλά βεβαίως αυτό δεν θεωρείται «εμπορευματοποίηση της πολιτιστικής κληρονομιάς». Πρόκειται απλώς για «τα κληρονομικά μας δικαιώματα». Και στο μεταξύ, κλειδώνουμε τους αρχαιολογικούς χώρους, τα μνημεία και τα μουσεία στους «νόμιμους κληρονόμους» τους και απαιτούμε την πληρωμή εισιτηρίου για την είσοδο. Είναι πάντα ευκολότερο να πουλήσεις κάτι αν το αντιμετωπίσεις ως εμπορεύσιμο αγαθό.
Για να αποφύγουμε παρεξηγήσεις, να αναφέρουμε και πάλι στο σημείο αυτό πως η αρνητική απάντηση του ΚΑΣ στο αίτημα των διεθνών μόδιστρων ήταν η μόνη ενδεδειγμένη. Καλώς έπραξε το ΚΑΣ, και ομοίως καλά θα πράξει απαντώντας με τον ίδιο τρόπο και σε μελλοντικές παρόμοιες προτάσεις. Τη λογική της εμπορευματοποίησης των μνημείων προσπαθούμε να αναλύσουμε εδώ, την ίδια λογική που θεωρεί «όχι κακό» την ενδεχόμενη παραχώρηση του Μουσείου της Ακρόπολης στον ίδιο (ή σε όποιον άλλο) οίκο μόδας. Στη λογική αυτή πατάνε άλλωστε και οι ασκούντες κριτική για τη μη παραχώρηση του Ιερού Βράχου στην εταιρεία. Ενός βράχου που είναι «ιερός» όχι γιατί πάνω σ' αυτόν «μεγαλούργησαν οι αρχαίοι μας πρόγονοι», μα επειδή σ' αυτόν άφησε ένα τόσο φωτεινό αποτύπωμα το ανθρώπινο πνεύμα. Εκείνο που δεν γνωρίζει σύνορα και που δεν θα 'πρεπε να πωλείται ή να ενοικιάζεται, για «το καλό των κληρονόμων» πάντα...