Συζητήθηκε σήμερα στη Βουλή, κατά τη διάρκεια του κοινοβουλευτικού ελέγχου, η ερώτηση του βουλευτή του ΚΚΕ, Νίκου Καραθανασόπουλου προς τον Υφυπουργό Εργασίας, Αναστάσιο Πετρόπουλο σχετικά με τους εργαζόμενους και αυτοαπασχολούμενους με δελτίο παροχής υπηρεσιών.

Ο βουλευτής τόνισε ότι με τον νόμο Κατρούγκαλου αυξήθηκαν οι εισφορές των εργαζομένων, μειώθηκαν οι συντάξεις και οι παροχές, ξεθεμελιώθηκε τελείως ο κοινωνικός χαρακτήρας της ασφάλισης, ενώ κράτος και εργοδοσία απαλλάχθηκαν επί της ουσίας από το λεγόμενο μη μισθολογικό κόστος και, βεβαίως, την τεράστια μείωση του ποσοστού αναπλήρωσης. Ταυτόχρονα, αντί να απαγορευτεί το παράνομο καθεστώς του δελτίου παροχής υπηρεσιών για τους εργαζόμενους, αναγνωρίζεται ως μια επίσημη μορφή παροχής εξαρτημένης εργασίας και μάλιστα καλείται ο εργαζόμενος να αποδείξει ότι δεν είναι μισθωτός, προκειμένου να πληρώσει μέρος μόνο των ασφαλιστικών εισφορών ο ίδιος.

«Σήμερα δεν είναι άστοχο να πούμε ότι τα δυο τρίτα ουσιαστικά του εισοδήματος των αυτοαπασχολούμενων είναι οι εισφορές και η φορολογία. Οι αυτοαπασχολούμενοι καλούνται να πληρώσουν το 38% του εισοδήματός τους για ασφάλιση, με αποτέλεσμα πολλοί απ’ αυτούς να είναι ανασφάλιστοι, να κλείνουν τα βιβλία και με τη φορολογία να φτάνει στο 60%. Ακόμα και άνεργοι υποχρεούνται να πληρώσουν 2.800 ευρώ τον χρόνο, ενώ το ΚΕΑΟ προχωράει πλέον και σε κατάσχεση για ποσά χρωστούμενα κάτω των 5.000 ευρώ» πρόσθεσε.

Από την πλευρά του, ο Αν. Πετρόπουλος είπε ότι πρόθεση της Κυβέρνησης είναι να αντιμετωπίσει την κρυμμένη υπό τον μανδύα του ελεύθερου επαγγελματία εξαρτημένη εργασία - φαινόμενο που οδηγεί στο να βλέπουμε ακόμα και καθαρίστριες να φαίνονται εργολάβοι - διότι δεν είναι μόνο οι εισφορές που στην πραγματικότητα μετακυλούν στον μισθωτό μέσα από αυτή την επινόηση, αλλά χάνονται και άλλα δικαιώματα, όπως το δικαίωμα στη λήψη αποζημίωσης και στις άλλες πρόσθετες παροχές που έχουν οι μισθωτοί.

«Περιμένουμε και από τους εργοδοτικούς φορείς να υποστηρίξουν αυτή τη διάταξη γι’ αυτού του είδους την αδήλωτη εργασία, γιατί στην πραγματικότητα νοθεύει την αγορά η γενίκευση αυτής της πρακτικής, ζημιώνει τις υγιείς επιχειρήσεις και όχι μόνο τα εργασιακά δικαιώματα και οδηγούμαστε εν τέλει σε μια αποδιάρθρωση των εργασιακών σχέσεων που δεν ωφελεί την οικονομία» σημείωσε.

«Βεβαίως, κύριε Υπουργέ, δεν ήρθα να κάνουμε μια γενική συζήτηση για το τι σημαίνει εργασία με μπλοκάκι. Είναι αυτά που είπατε και πολλά περισσότερα» απάντησε ο Νίκος Καραθανασόπουλος, αντιτείνοντας ότι η αποτελεσματικότητα της διάταξης έχει ήδη κριθεί από τις απειλές που δέχονται από τους εργοδότες οι εργαζόμενοι με μπλοκάκι προκειμένου να υπογράψουν μια σύμβαση στην οποία θα λένε ότι δεν είναι μισθωτοί, διαφορετικά θα μετακυληθεί αυτή η εισφορά στον μισθό τους, μειώνοντάς τον.

«Και εδώ, μάλιστα, ακόμη και σε επιχειρήσεις, εταιρείες, οι οποίες δεν ανήκουν στον ιδιωτικό τομέα, στην ΕΛΣΤΑΤ για παράδειγμα, που είναι μια ανεξάρτητη αρχή, το ξέρετε πολύ καλά ότι οι εργαζόμενοι για να μπορέσουν να παρέχουν υπηρεσίες, πρέπει να υπογράψουν υπεύθυνη δήλωση ότι δεν εντάσσονται στη συγκεκριμένη διάταξη, ότι είναι μισθωτοί και δεν θα διεκδικήσουν την εργοδοτική εισφορά. Ακόμη και στην ΕΛΣΤΑΤ, πόσο μάλιστα στον ιδιωτικό τομέα!» τόνισε.

Στη δευτερολογία του, ο Υφυπουργός επανέλαβε την πρόθεση της Κυβέρνησης αναφορικά με το συγκεκριμένο ζήτημα, κάνοντας λόγο για λανθασμένη ερμηνεία του νόμου από την αντιπολίτευση. 

«Έπρεπε να κάνουμε αυτή την πρόβλεψη για να μπορούμε να την εφαρμόσουμε κιόλας, διαφορετικά αυτοί οι άνθρωποι που εμφανίζονται με μπλοκάκι θα έπρεπε να καταβάλλουν 26,95% πάνω στο εισόδημά τους. Θέλαμε να το αποτρέψουμε αυτό και δώσαμε μια ευχέρεια σε αυτούς που απασχολούνται με μπλοκάκι, να κερδίσουν αυτό το δικαίωμα, να καταβάλλουν 9,22% και να χτίσουν πάνω σε αυτή τη δυνατότητα που τους δίνουμε τα υπόλοιπα εργασιακά τους δικαιώματα. (…) Εγώ δεν λέω ότι θα σπεύσουν όλοι να αντιμετωπίσουν έτσι, όπως εμείς ελπίζαμε, αυτή τη δυνατότητα. Θα ξέρουν όμως, πρώτον, ότι μέσα από αυτή τη διαδικασία θα κληθούν να καταβάλλουν πρόστιμα και προσαυξήσεις, εφόσον απασχολούν άνθρωπο με εξαρτημένη εργασία στην πραγματικότητα –έτσι θα είναι η συνέπεια την οποία θα επωμιστούν- και δεύτερον, όπως έχω ξαναπεί, η απόλαυση ή η επιδίωξη απόλαυσης ενός δικαιώματος από τους μισθωτούς δεν δικαιολογεί σε καμία περίπτωση το δικαίωμα καταγγελίας της σύμβασης εκ μέρους του εργοδότη. Θα ήταν άκυρη μια οποιαδήποτε απόλυση συνέβαινε για έναν τέτοιο λόγο» κατέληξε. 

Κυριακή Παπαναστασίου
Συντάκτης: Κυριακή Παπαναστασίου Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.